Ο Ν. Καββαδίας το έγραψε για κάποιο  ποιητή ονόματι Καίσαρα, ο οποίος αυτοκτόνησε μια μέρα στο γραφείο του ανάμεσα σε σωρούς από βιβλία και χαρτιά, έχοντας αφήσει ως τελευταίο του σημείωμα τη φράση: “Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…” .Αλήθεια;Μάλλον όχι…
Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. 

  Ο τίτλος του ποιήματος είναι “Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ” και ο Καββαδίας το έγραψε πράγματι το 1932 για το νεαρό, τότε, ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο οποίος, όμως, βέβαια, ποτέ δεν αυτοκτόνησε…Ο Καίσαρας Εμμανουήλ, ο ποιητής αυτός που κάπνιζε τσιγάρα “Κάμελ”, πέθανε το 1970, στα 68 του χρόνια, από ζάχαρο, σε δημοτικό νοσοκομείο της Αθήνας…
 Το 1933 κυκλοφόρησε και η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το περίφημο “Μαραμπού“, με πρόλογο του Εμμανουήλ, το οποίο περιείχε, μεταξύ άλλων, και αφιερώσεις σε άλλους ποιητές: στο Ράντο, στο Μελαχρινό, στον Ουράνη και το παραπάνω ποίημα στον ίδιο τον Εμμανουήλ. Το ποίημα θεωρείται ότι είναι όντως απάντηση σε εκείνη τη φράση του Εμμανουήλ, η οποία πάντως μάλλον δε συναντάται σε κάποιο ποίημα κάποιας από τις 4 ποιητικές του συλλογές, επομένως εικάζεται ότι μπορεί να αφορούσε κάτι που είχε κυκλοφορήσει σε λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής. Εξάλλου, λέγεται ότι ο Καββαδίας είχε υπ’ όψιν του μία περίοδο κατάθλιψης που φαίνεται ότι διήγε ο Εμμανουήλ τότε. Σε εκείνη την περίοδο της κατάθλιψής του, θεωρείται ότι αντιστοιχεί και μία αφιέρωση σ’ αυτόν από τον Αναστάσιο Δρίβα: “Ούτε κι απόψε βρήκαμε τη γεύση και το χρώμα / και το βαθύ γαρύφαλλο του κάκου θα μαδήσει / στα φλογερά σου δάχτυλα σα νέφος μες στη δύση.” 

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ-ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

“Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει. Κάτι που πάντα βρίσκεται σ αιώνια εναλλαγή, κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων, και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα κανε γοργά να φύγει το κοράκι, που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά, να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια, που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί, χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε. Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν, τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε, κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει. Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ Σκεφτείτε Εγώ. Ένα καράβι Να σας πάρει, Καίσαρ Να μας πάρει, Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν, οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες κι εγώ σ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε παράξενες στη γέφυρα ιστορίες, γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε, τους φάρους θε ν ακούγαμε να κλαίνε και τα καράβια αθέατα θα τ ακούγαμε, περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε, κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει, εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.

Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος, μιά γριά σ ένα πολύβουο καφενείο μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε, κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα, θα δείτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,κι από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα, δε θα ναι ποιητικότερο και πι όμορφο, ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη», που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε, γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα τανε,τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.Κι όπως εγώ για έν αδερφό εδεήθηκα,για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.” 

Διαβάστε ακόμα…