Μάρκος Βαμβακάρης

1905 – 1972

«… Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το ’25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί … ». 

Τη δεκαετία του 1930, ο Μάρκος Βαμβακάρης, έκανε εμφανίσεις στη Σύρο, στη γενέτειρά του. Όπως ο ίδιος λέει, όταν έπαιζε, συνήθιζε να κοιτά χαμηλά και όχι το κοινό που τον παρακολουθούσε. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, σήκωσε το κεφάλι του και είδε μία όμορφη κοπέλα.

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».

Το 1934 δημιουργεί μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στρατό Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελλιά, το μουσικό πρωτοποριακό σχήμα ” Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς”.

Το Μουσείο Μάρκου Βαμβακάρη άρχισε να λειτουργεί το 1995, είκοσι τρία χρόνια μετά από εκείνο τον Φεβρουάριο που η φωνή του δάσκαλου του ρεμπέτικου τραγουδιού έσβησε. Σήμερα συμπληρώνονται 116 από τη γέννηση του μεγάλου Ρεμπέτη μας.